- ιστιοποιΐα
- ήναυτ. η τέχνη τής κατασκευής ιστίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Παπάζογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek